- ἐπιχαρτικόν
- ἐπιχαρτικόςexpressive of joymasc acc sgἐπιχαρτικόςexpressive of joyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επιχαρτικός — ἐπιχαρτικός, ή, όν (Α) αυτός που εκφράζει χαρά για κάτι («ἐπιχαρτικόν ἐπιφώνημα») … Dictionary of Greek